συγκτερεΐζω

συγκτερεΐζω
Α
(ποιητ. τ.) αποδίδω μαζί με κάποιον άλλο τις τελευταίες τιμές σε νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κτερεΐζω «ενταφιάζω, θάβω με τις πρέπουσες τιμές» (< κτέρεα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”